απόπνιξη

απόπνιξη
[-ις (-εως)] η см. αποπνιγμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απόπνιξη" в других словарях:

  • απόπνιξη — απόπνιξη, η και αποπνιγμός, ο η δυσκολία στην αναπνοή, το πνίξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποπνίξῃ — ἀποπνί̱ξῃ , ἀποπνίγω choke aor subj mid 2nd sg ἀποπνί̱ξῃ , ἀποπνίγω choke aor subj act 3rd sg ἀποπνί̱ξῃ , ἀποπνίγω choke fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποπνικτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ή συντελεί στην απόπνιξη, ο πνιγηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπνίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κατάπνιξη — η (AM κατάπνιξις) [καταπνίγω] 1. το τελειωτικό πνίξιμο, απόπνιξη, αποπνιγμός 2. μτφ. καταστολή, αναχαίτιση, παρεμπόδιση («κατάπνιξη επαναστατικού κινήματος») …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μετάξης (Σουφλίου) — Το μοναδικό στην Ελλάδα και ένα από τα ελάχιστα τουείδους του στον κόσμο λειτουργεί στο αρχοντικό της οικογένειας του συγγραφέα και πολιτικού Κωνσταντίνου Κουρτίδη στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 73 στο Σουφλί, που κτίστηκε το 1833 από ντόπιους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»